- αστυνομικός
- -ή, -ό (Α ἀστυνομικός, -ή, -όν) [αστυνόμος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστυνόμο ή στο έργο τουνεοελλ.ως ουσ. όργανο της αστυνομίας, αστυνόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστυνομικός, -ή — ό 1. αυτός που έχει σχέση με την αστυνομία: Με αστυνομική διάταξη ρυθμίστηκε η κυκλοφορία σε ορισμένους δρόμους της πόλης. 2. ως ουσ., αστυνομικός, ο, η αυτός που υπηρετεί στην αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστυνομικά — ἀστυνομικός of neut nom/voc/acc pl ἀστυνομικά̱ , ἀστυνομικός of fem nom/voc/acc dual ἀστυνομικά̱ , ἀστυνομικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυνομικῶν — ἀστυνομικός of fem gen pl ἀστυνομικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Police rank — Lists of the ranks of various police agencies and forces all around the World: Contents 1 Australia 2 Belgium 3 Brazil 4 Canada 5 … Wikipedia
Cities Police — Astynomia Poleon Αστυνομία Πόλεων Cities Police badge, 1974–1984 … Wikipedia
Греческая полиция — Отряд по восстановлению общественного порядка Мотоциклетная полицейская к … Википедия
Полиция Греции — Отряд по восстановлению общественного порядка … Википедия
μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
σμπίρος — ο, Ν αστυνομικός υπάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbirro «αστυνομικός κλητήρας, υπάλληλος»] … Dictionary of Greek
Papiniānus — Papiniānus, Ämilius, aus Syrien, geb. 140 n. Chr., Schüler Scävolas, Freund u. durch dessen zweite Gemahlin, Julia Domna, Verwandter des Kaisers Septimius Severus, welcher ihn zum Libellorum magister u. nachher zum Praefectus praetorio machte u.… … Pierer's Universal-Lexikon